- σκάριφον
- τὸ, ΜΑβλ. σκάριφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάριφον — neut nom/voc/acc sg σκάριφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαρίφου — σκάριφον neut gen sg σκάριφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάριφα — σκάριφον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάριφος — ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα νεοελλ. σκαριφητήρας, ξαριστής αρχ. 1. σχέδιο για ένα κτήριο 2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε… … Dictionary of Greek